Τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι ,
αναμφισβήτητα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Η νομισματική
πολιτική της ΕΚΤ γίνεται σαφέστατα πιο επεκτατική στην προσπάθεια της να
βοηθήσει στην αποφυγή του αποπληθωρισμού και στην μεγέθυνση της
οικονομίας.
Επιπλέον επιχειρεί να καταστεί περισσότερο στοχευμένη στην προσπάθειά της να «περάσει» η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Η μείωση του βασικού επιτοκίου , η άρση της στειροποίησης, οι στοχευμένες μακροπρόθεσμες αναχρηματοδοτήσεις, η υπόσχεση ότι θα εξακολουθεί να λειτουργεί ομαλά η αγορά των χρεογράφων εγγυημένων με περιουσιακά (έστω και υψηλής εγγύησης), ο αποκλεισμός της στεγαστικής πίστης από τις νέες χρηματοδοτήσεις , δείχνουν ότι η ΕΚΤ έχει κατανοήσει την πραγματική κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας . Άλλωστε τα στοιχεία της οικονομίας ήταν απολύτως σαφή. Ο πληθωρισμός έπεσε στο 0,5% το Μάιο από 0,7% τον Απρίλιο, ο ρυθμός επέκτασης της προσφοράς χρήματος Μ3 μειώθηκε στο 0,8% τον ίδιο μήνα έναντι 1,0% τον Απρίλιο, η πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επίσης μειώθηκε , σε ετήσια βάση , τον Απρίλιο -2,7% έναντι 3,1% το Μάρτιο. Τέλος το ΑΕΠ παρουσίασε πενιχρή άνοδο 0,2% λιγότερη από την αναμενόμενη.
Υπάρχει όμως ένα μεγάλο πρόβλημα σήμερα στην ευρωζώνη . Ο βασικός διαμεσολαβητής για να περάσει η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία , το χρηματοπιστωτικό σύστημα δηλαδή, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση και προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του. Το γεγονός αυτό και η όλη προσπάθεια σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και κυρίως της φερεγγυότητάς του έχει οδηγήσει στην σκλήρυνση των πιστοδοτικών κριτηρίων κάτι που προκαλεί δυσκολίες στην χορήγηση δανείων.
Από την άλλη μεριά τα υποκείμενα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) που ζητούν ρευστότητα λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης και των περιοριστικών πολιτικών που επικρατούν στην ευρωζώνη αδυνατούν να παρουσιάσουν στην πλειοψηφία τους εκείνους τους δείκτες πιστοληπτικής ικανότητας που θα τους επιτρέψουν να έχουν πρόσβαση στο δανεισμό.
Με αυτό το σκηνικό δεν είναι βέβαιον , και κανείς δεν τις υποχρεώνει, ότι οι τράπεζες θα απορροφήσουν την παρεχόμενη ρευστότητα από τα νέα μέτρα της ΕΚΤ. Συνεπώς δεν γνωρίζουμε σε τι βαθμό θα γίνει αυτό και τι ποσό νέου χρήματος θα φθάσει στην πραγματική οικονομία. Ειδικά στις χώρες του Νότου ,το πρόβλημα είναι έντονο.
Η οικονομική θεωρία δείχνει με σαφήνεια τα όρια της νομισματικής πολιτικής τα οποία περιορίζονται ακόμη περισσότερο όταν ο βασικός δίαυλος της, το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση όπως το ευρωπαϊκό.
Σε αυτές τις περιπτώσεις μόνο η αναπτυξιακή – δημοσιονομική πολιτική μπορεί να αλλάξει τις προσδοκίες και να σηματοδοτήσει θετικές εξελίξεις. Όσο η δημοσιονομική πολιτική εξακολουθεί να είναι περιοριστική τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής , στις δεδομένες συνθήκες δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικά όπως αναμένουν πολλοί.
Πηγή: ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ στο matrix24.gr
Επιπλέον επιχειρεί να καταστεί περισσότερο στοχευμένη στην προσπάθειά της να «περάσει» η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Η μείωση του βασικού επιτοκίου , η άρση της στειροποίησης, οι στοχευμένες μακροπρόθεσμες αναχρηματοδοτήσεις, η υπόσχεση ότι θα εξακολουθεί να λειτουργεί ομαλά η αγορά των χρεογράφων εγγυημένων με περιουσιακά (έστω και υψηλής εγγύησης), ο αποκλεισμός της στεγαστικής πίστης από τις νέες χρηματοδοτήσεις , δείχνουν ότι η ΕΚΤ έχει κατανοήσει την πραγματική κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας . Άλλωστε τα στοιχεία της οικονομίας ήταν απολύτως σαφή. Ο πληθωρισμός έπεσε στο 0,5% το Μάιο από 0,7% τον Απρίλιο, ο ρυθμός επέκτασης της προσφοράς χρήματος Μ3 μειώθηκε στο 0,8% τον ίδιο μήνα έναντι 1,0% τον Απρίλιο, η πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επίσης μειώθηκε , σε ετήσια βάση , τον Απρίλιο -2,7% έναντι 3,1% το Μάρτιο. Τέλος το ΑΕΠ παρουσίασε πενιχρή άνοδο 0,2% λιγότερη από την αναμενόμενη.
Υπάρχει όμως ένα μεγάλο πρόβλημα σήμερα στην ευρωζώνη . Ο βασικός διαμεσολαβητής για να περάσει η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία , το χρηματοπιστωτικό σύστημα δηλαδή, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση και προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του. Το γεγονός αυτό και η όλη προσπάθεια σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και κυρίως της φερεγγυότητάς του έχει οδηγήσει στην σκλήρυνση των πιστοδοτικών κριτηρίων κάτι που προκαλεί δυσκολίες στην χορήγηση δανείων.
Από την άλλη μεριά τα υποκείμενα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) που ζητούν ρευστότητα λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης και των περιοριστικών πολιτικών που επικρατούν στην ευρωζώνη αδυνατούν να παρουσιάσουν στην πλειοψηφία τους εκείνους τους δείκτες πιστοληπτικής ικανότητας που θα τους επιτρέψουν να έχουν πρόσβαση στο δανεισμό.
Με αυτό το σκηνικό δεν είναι βέβαιον , και κανείς δεν τις υποχρεώνει, ότι οι τράπεζες θα απορροφήσουν την παρεχόμενη ρευστότητα από τα νέα μέτρα της ΕΚΤ. Συνεπώς δεν γνωρίζουμε σε τι βαθμό θα γίνει αυτό και τι ποσό νέου χρήματος θα φθάσει στην πραγματική οικονομία. Ειδικά στις χώρες του Νότου ,το πρόβλημα είναι έντονο.
Η οικονομική θεωρία δείχνει με σαφήνεια τα όρια της νομισματικής πολιτικής τα οποία περιορίζονται ακόμη περισσότερο όταν ο βασικός δίαυλος της, το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση όπως το ευρωπαϊκό.
Σε αυτές τις περιπτώσεις μόνο η αναπτυξιακή – δημοσιονομική πολιτική μπορεί να αλλάξει τις προσδοκίες και να σηματοδοτήσει θετικές εξελίξεις. Όσο η δημοσιονομική πολιτική εξακολουθεί να είναι περιοριστική τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής , στις δεδομένες συνθήκες δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικά όπως αναμένουν πολλοί.
Πηγή: ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ στο matrix24.gr